Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

ΜΠΟΥΡΟΥΣΗΣ ΚΑΙ ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ: ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΡΟΟΔΟΥ




Όταν ο Γιάννης Μπουρούσης υπέγραφε το περασμένο καλοκαίρι στον Παναθηναϊκό, η κίνηση έμοιαζε perfect fit για όλες τις πλευρές. Ο Παναθηναϊκός φάνηκε να βρίσκει στο πρόσωπό του διάφορα από τα στοιχεία που de facto αναζητούσε: δυναμική παρουσία στο ποστ, ενίσχυση ελληνικού κορμού, ένεση προσωπικότητας.

Ο ίδιος ο Μπουρούσης, μετά από χρόνια περιήγησης στο εξωτερικό, επέστρεφε στην Ελλάδα μετά από μια κυριαρχική για τον ίδιο σεζόν, βρίσκοντας, τουλάχιστον θεωρητικά, ένα ρόλο πολύ κοντινό σ’ αυτόν που είχε πέρσι στην Ισπανία (κι ένα πολύ καλύτερο συμβόλαιο). Κι αν ακόμα υπήρχαν αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο η παρουσία του Αργύρη Πεδουλάκη ήταν απόλυτα συμβατή μ’ αυτήν του Έλληνα σέντερ, κάτι που δεν προλάβαμε ποτέ να διαπιστώσουμε, η γρήγορη απόλυση του τελευταίου και η πρόσληψη του Τσάβι Πασκουάλ, ένα από τα highlights της καριέρας του οποίου ήταν ο τρόπος που αξιοποίησε τον Άντε Τόμιτς στη Βαρκελώνη, επανέφερε τις προσδοκίες σ’ ένα πολύ υψηλό επίπεδο.

Τι ακριβώς μπορούσε να πάει στραβά;

Ας ξεκινήσουμε με την παρακαταθήκη που άφησε φεύγοντας ο Αργύρης Πεδουλάκης, τη στελέχωση, δηλαδή, του φετινού ρόστερ. Η ακατανόητη επιλογή του, όπως είχαμε γράψει από τον Ιούλιο, να μην πάρει δεύτερο δημιουργό, άφησε τον Παναθηναϊκό με μοναδικό pg τον Καλάθη. Ξαφνικά ο Μπουρούσης καλούνταν να γίνει ο δεύτερος δημιουργός της ομάδας. Σ’ εκείνο το σημείο πολλοί ίσως να φαντάστηκαν ότι ο Μπουρούσης θα’ παιρνε διαρκώς κατοχές χαμηλά και, με κάποιους είδους motion offense να τρέχει γύρω του, θα διάβαζε και θα αποφάσιζε για τη ροή της επίθεσης, όπως περίπου έκανε πέρσι στη Λαμποράλ. Υπήρχαν εξ αρχής πολλά προβλήματα μ’ αυτήν την υπόθεση, μεταξύ των οποίων: ρόστερ χωρίς δυναμικούς cutters (με την εξαίρεση του Τζέιμς, ο οποίος όμως δεν έχει βρει τους περσινούς κώδικες επικοινωνίας με τον Μπουρούση), χωρίς αρκετούς οff-the-catch σουτέρ (όπου η έλλειψη δεύτερου δημιουργού έχει αναγκάσει ακόμα και τον Rivers να αναλάβει καθήκοντα χειριστή), και με λίγους παίκτες που μπορούν να βάλουν την μπάλα στο ποστ χωρίς ιδανική γωνία πάσας --κι ας προσθέσουμε ότι, παρά την περσινή χρονιά, ο Μπουρούσης ποτέ δεν ήταν ωμή δύναμη χαμηλά. Κι ούτε ήταν ποτέ σταθερά δημιουργικός, όσες εκλάμψεις κι αν κατά καιρούς έχει παράξει --πέρσι ήταν η μοναδική χρονιά με θετικό ratio ασίστ/λαθών, κι αυτό στο όχι ακριβώς εντυπωσιακό 2.2/1.9 (φέτος είναι ξανά σε αρνητικές τιμές, στο 0.8/1.7, στατιστικά μόνο για Ευρωλίγκα). Ο Μπουρούσης, λοιπόν, ούτε το skill-set έχει, εκτός κι αν μια χρονιά σαν την περσινή αρκεί για να τον καταστήσει κάτι σαν μετενσάρκωση του Βούισιτς, αλλά ούτε και την πλαισίωση για να ανταποκριθεί σ’ έναν τόσο σύνθετο ρόλο.

Αυτές είναι οι τρεις πεντάδες της Καχα με τα περισσότερα λεπτά την περσινή σεζόν (στατιστικά από gigabasket):

(click για μεγέθυνση)

Μια σύγκριση ανάμεσα στους forward που συνόδευαν κατά κύριο λόγο πέρσι τον Μπουρούση (Χάνγκα και Τιγί, Σενγκέλια και Μπέρτανς) και σ’ αυτούς που το κάνουν φέτος (Τζεντίλε, Νίκολς, Γκάμπριελ, Φώτσης) αρκεί για να καταλάβει κανείς πως ο Πεδουλάκης ούτε αμυντικά δημιούργησε το περιβάλλον που θα μπορούσε να προστατέψει τον Έλληνα σέντερ. Η έλλειψη αθλητικότητας και ο soft αμυντικός χαρακτήρας της πληθώρας παικτών που, κατά τ’ άλλα, διαθέτει ο Παναθηναϊκός στο 3 και το 4, πολλές φορές αφήνει έρμαιο τον Μπουρούση ανάμεσα σε ισχυρότερες αθλητικά παρουσίες γύρω ή μέσα στην ρακέτα. Τα 7 αμυντικά ριμπάουντ που μάζευε πέρσι κατά μέσο όρο φέτος έχουν γίνει 3 (10 και 6.5 αντίστοιχα ανά 36 λεπτά), εν πολλοίς επειδή φέτος δεν υπάρχει Χάνγκα ή Tιγί για να πετάξει εκτός ρακέτας τους αντίπαλους forwards. Παράλληλα, ο Μπουρούσης δεν δείχνει μέχρι τώρα να κουμπώνει αμυντικά με τον Σινγκλετον, και δεν το κανε ούτε με τον Γκιστ όσο ο τελευταίος ήταν ενεργός --κι ο βασικός λόγος είναι ότι κανένας από τους δυο Αμερικανούς, όσο καλά κι αν αμφότεροι ανταποκρίνονται στα switch με τους διάφορους guard, δεν μπορεί να λειτουργήσει προστατευτικά, παίζοντας δηλαδή για δύο, μένοντας πάντα σε εγρήγορση τόσο για τον παίκτη που αυτός μαρκάρει όσο και για τις διάφορες αμυντικές προκλήσεις που υψώνονται μπροστά στον Μπουρούση (ο Γκιστ το έκανε κάποτε έχοντας τον Λάσμε και τον Μασιούλις, ενώ πέρσι δίπλα στον Σίνγκλετον έπαιζαν ο Ράντολφ κι ο Κλαβέρ). Και πως θα μπορούσε να’ χει κουμπώσει με τον Σίνγκλετον, όταν ο τελευταίος μετακινείται διαρκώς ανάμεσα στις δυο θέσεις των ψηλών, παίζοντας ως συμπλήρωμα του Μπουρούση, ίσως το μόνο που μπορεί πραγματικά να λειτουργήσει από το φετινό ρόστερ, και αποτελώντας ταυτόχρονα το μοναδικό back up του (ο Παπαγιάννης, αν είχε παραμείνει, φέτος θα έπαιζε αρκετά).

Αυτός ίσως είναι ο ορισμός της στελέχωσης στην πιο αρνητική της εκδοχή: όταν ακόμα κι οι ορθότερες επιλογές σου (Ρίβερς, Σίνγκλετον) αναγκάζονται να κάνουν πράγματα που τους σπρώχνουν διαρκώς μακρυά από τα καλά τους σημεία, αμυντικά ή επιθετικά.

Αλλά ας παραμείνουμε συγκεντρωμένοι στον Μπουρούση. Ο Παναθηναϊκός τον άφησε πλήρως εκτεθειμένο: χωρίς παίκτες με τους οποίους θα μπορούσε να κουμπώσει επιθετικά, και χωρίς forward που θα μπορούσαν να τον προστατεύσουν αμυντικά, μόνο του σε μια θέση που οι περισσότερες ομάδες έχουν τρεις διαφορετικές επιλογές. Ο Παναθηναϊκός δεν έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τον Μπουρούση στοχευμένα --ο Μπορούσης πολύ συχνά αναγκάζεται να αντιμετωπίσει δυνατούς κι αθλητικούς ψηλούς που ποτέ δεν του ταίριαζαν, στη μία ή στην άλλη πλευρά του παρκέ, και δεν είναι τυχαίο ότι τα δυο καλύτερα φετινά του παιχνίδια τα έχει κάνει απέναντι σε Νταρουσάφακα και Μπαρτσελόνα, καμία από τις οποίες δεν έχει τον mobile ψηλό που θα μπορούσε να τον ταλαιπωρήσει. Για να μπορέσει να βρεθεί σε επίπεδα έστω συγκρίσιμα με τα περσινά, θα’ πρεπε να κάνει ο ίδιος υπέρβαση --αλλά πόσο πιθανό ήταν αυτό όταν προέρχεται από μια χρονιά στους έντονους ισπανικούς ρυθμούς, σε πολύ υψηλό επίπεδο ανταγωνισμού, γράφοντας αρκετά λεπτά και πηγαίνοντας μέχρι τέλος σε Ευρωλίγκα και ACB, και συμμετέχοντας στην εθνική αμέσως μετά; Όχι πολλές.

Αλλά το ηχηρό under-perfoming του Μπουρούση μέχρι τώρα, όσο κι αν σκεπάζεται από το θέμα Καλάθη και μια ευρύτερη πίστωση που ορθώς απολαμβάνει ο Πασκουάλ, δεν εξηγείται παραθέτοντας μόνο τη μία πλευρά της εξίσωσης. Ο ίδιος ο Έλληνας σέντερ παρουσιάζεται πολύ συχνά άδειος από ενέργεια, χωρίς συγκέντρωση, αναποτελεσματικός ακόμα και σε θεωρητικά ευνοϊκές για τον ίδιο καταστάσεις. Ως αποτέλεσμα, συχνά χαλάει και το μυαλό του: υπάρχουν στιγμές που μοιάζει ελαφρώς αποκομμένος από την υπόλοιπη ομάδα, σαν να προσπαθεί, ψάχνοντας έναν τρόπο να μπει στο παιχνίδι, να εκβιάσει καταστάσεις, απαιτώντας μπάλες και παίρνοντας επιθέσεις που μοιάζουν κατά τι υπερβολικές. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η τάση του να ζητάει την μπάλα με πλάτη πολύ έξω από τη ρακέτα, κοντά στο τρίποντο, έχοντας συνήθως ηττηθεί πριν κατά κράτος στην προσπάθεια του να πάρει θέση πιο κοντά στο καλάθι, και προσπαθώντας μετά με ντρίμπλα να φτάσει σε κάποιο σημείο βολής ή να τραβήξει πάνω του μια βοήθεια. Τα περισσότερα ίσως λάθη του έχουν έρθει σε τέτοιες καταστάσεις: η κατάχρηση χώρου και χρόνου επίθεσης παράγει στατικότητα, η αντίπαλη άμυνα δυναμώνει, κι ο ίδιος ο Μπουρούσης κουράζεται τόσο στην ντρίμπλα και στην προσπάθεια του να πλησιάσει το καλάθι που, ακόμα κι όταν βρίσκει ένα καλό σημείο για να εκτελέσει, σπάνια βρίσκει στόχο. Η αδυναμία του να τελειώσει φάσεις κοντά, όχι μόνο στις συγκεκριμένες καταστάσεις, περιορίζει και τη δράση του στην περιφέρεια: ο Μπουρούσης, αντίθετα για παράδειγμα με τον Φώτση, χρειάζεται φάσεις κοντά για να ζεσταθεί και να βρει ρυθμό --όταν βλέπει ότι αποτυγχάνει σ’ αυτές είναι πολύ δύσκολο να ευστοχήσει από το τρίποντο.

Κι ως συνήθως, η σύγχυση στο επιθετικό κομμάτι συνοδεύεται από στιγμές αδράνειας στην άμυνα. Ο Μπουρούσης δεν ήταν ποτέ φόβητρο αμυντικά, και ποτέ δεν είχε στην καριέρα του παραπάνω από ένα κόψιμο ή κλέψιμο μέσο όρο, αλλά πέρσι καθόλη τη διάρκεια της χρονιάς ήταν εμφανές το αυξημένο effort του και σ’ αυτόν τον τομέα. Ο 33χρονος σέντερ, που πέρσι έτρεχε από τη μία άκρη του γηπέδου στην άλλη για ένα chase down block, φέτος δείχνει πολύ πιο συμβατός με την ηλικία και τον σωματότυπό του: αργές επιστροφές, πολλά χαμένα recover, φάσεις που παρατά εντελώς όταν βλέπει πως τις χάνει, έλλειψη συντονισμού στα rotation, απρόσεκτη διαχείριση των προσωπικών του φάουλ. Ο Μπουρούσης είναι μία από τις βασικές εστίες αναξιοπιστίας που παρουσιάζει η άμυνα του Παναθηναϊκού --η υψηλή αποτελεσματικότητα της οποίας είναι περισσότερο απόρροια καλών, ατομικών αμυντικά παραστάσεων (Ρίβερς, Σίνγκλετον, Καλάθης) παρά οργανωμένης προσπάθειας (συχνά η άμυνα του Παναθηναϊκού καταρρέει όταν μπαίνει σε διαδικασία ομαδικής κίνησης). Αν αυτή υπήρχε, θα μπορούσε, σε κάποιο βαθμό, να κρύψει και τον Μπουρούση.


Ο Μπουρούσης μοιάζει αυτήν τη στιγμή παγιδευμένος σε μια αγωνιστικά προβληματική κατάσταση η οποία δεν προβλέπεται ν’ αλλάξει σύντομα. Όσες λύσεις κι αν προσφέρει η επάνοδος του Γκιστ, όταν αυτή συντελεστεί, το ανισομερώς χτισμένο ρόστερ του Παναθηναϊκού περιορίζει αισθητά τις δυνατότητες του Μπουρούση για ανατροπή των σημερινών δεδομένων. Τις φορές που βρέθηκε ξανά κάτω από ανάλογη πίεση, σε προηγούμενες ομάδες του, συχνά οι αντιδράσεις του δεν ήταν ενδεδειγμένες, αγωνιστικά και μη. Το πως θ’ αντιδράσει αυτήν τη φορά θα καθορίσει, μεταξύ άλλων, και πως θα θυμόμαστε τη περσινή, μεγαλειώδη χρονιά του: σαν τη φωτεινή εξαίρεση σ’ έναν μάλλον μουντό κανόνα, ή το σημείο τομής μιας ετεροχρονισμένης ωρίμανσης.








Δεν υπάρχουν σχόλια: